- ἄθηλυς
- ἄθηλυςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθηλυς — ἄθηλυς, υ (Α) [θήλυς] 1. ο αθήλυντος 2. αυτός που δεν αρμόζει σε γυναίκα … Dictionary of Greek
ἀθήλεα — ἄθηλυς neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἄθηλυς fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθηλυ — ἄθηλυς masc voc sg ἄθηλυς neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήλεας — ἄθηλυς masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήλη — ἄθηλυς neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθηλυν — ἄθηλυς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek
ἀθηλέα — ἀθηλέᾱ , ἄθηλυς fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀθηλής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθηλής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)